-
1 μεσο-ποτάμιος
μεσο-ποτάμιος, α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, sc. χώρα, Pol. 5, 44, 6; νῆσος, Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.
См. также в других словарях:
Μεσοποταμία — Μεσοποταμίᾱ , Μεσοποταμία between rivers fem nom/voc/acc dual Μεσοποταμίᾱ , Μεσοποταμία between rivers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμία — μεσοποταμίᾱ , μεσοποτάμιος between rivers fem nom/voc/acc dual μεσοποταμίᾱ , μεσοποτάμιος between rivers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσοποταμίᾳ — Μεσοποταμίᾱͅ , Μεσοποταμία between rivers fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμίᾳ — μεσοποταμίᾱͅ , μεσοποτάμιος between rivers fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσοποταμία — I Γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας, με ασαφή όρια, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στο Ιράκ, με μικρά κράσπεδα στο Ιράν και στην Τουρκία. Η Μ. αντιστοιχεί στο μεσαίο και κατώτερο τμήμα της λεκάνης απορροής των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, ενώ… … Dictionary of Greek
Μεσοποταμιά — Sp Mesopotãmija Ap Μεσοποταμιά/Mesopotamia L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεσοποταμιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 1.802 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιάκμονα … Dictionary of Greek
Μεσοποταμίας — Μεσοποταμίᾱς , Μεσοποταμία between rivers fem acc pl Μεσοποταμίᾱς , Μεσοποταμία between rivers fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mesopotamia (theme) — Μεσοποταμία, θέμα Μεσοποταμίας Theme of Mesopotamia Theme of the Byzantine Empire … Wikipedia
Μεσοποταμίαι — Μεσοποταμίᾱͅ , Μεσοποταμία between rivers fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσοποταμίαν — Μεσοποταμίᾱν , Μεσοποταμία between rivers fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)